απογερνώ

απογερνώ
(α) (αόρ. απογέρασα) см. απογεράζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "απογερνώ" в других словарях:

  • απογέρνω — 1. κλίνω ελαφρά προς ένα μέρος 2. γέρνω οριστικά («ήταν γερτό το δέντρο, με τον αέρα απόγειρε») …   Dictionary of Greek

  • απογέρνω — όγειρα, ογερμένος 1. γέρνω ελαφρά προς κάποιο μέρος, κλίνω: Το φορτίο του μουλαριού απογέρνει λίγο δεξιά. 2. γέρνω οριστικά, εντελώς στο ένα μέρος: Τα στάρια με τη χθεσινή βροχή απόγειραν πια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γέρνω — (Μ γέρνω) 1. κλίνω προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («γείρε τη στάμνα», «γείρε τη σανίδα δεξιά») 2. παρουσιάζω κλίση προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («ταπεινότατη σού γέρνει η τρισάθλια κεφαλή», Δ. Σολ. «τα κλαδιά έγερναν από το βάρος τού καρπού») 3.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»